στόλοκρος

στόλοκρος
στόλοκρος
Grammatical information: adj.
Meaning: `with not full-grown horns' H. s. κόλον; `with docked hair' H.; τὸ στόλοκρον = κορδύλη Phot.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Reminds of φαλακρός (s. v.), if not to κέρας. Prob. to στόλος = `blunt' (s. στέλλω). -- A analysis with -κρ-ος as derived from κέρας seems not inpossible cf. δίκρος, and Nussbaum, Head and Horn 1986 73. Cf. DELG. -- There is no indication for a στολο- `blunt' v. s. Therefore it is more probable that the word is Pre-Greek, just like φαλακρός s.v.
Page in Frisk: 2,800

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στόλοκρος — ον, Α 1. φαλακρός 2. άξεστος 3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.) 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρον α) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατο β) κεφαλόδεσμος,… …   Dictionary of Greek

  • στόλοκρον — στόλοκρος with knobs instead of horns masc/fem acc sg στόλοκρος with knobs instead of horns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολόκρους — στόλοκρος with knobs instead of horns masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόλλυς — υος, ὁ, Α τρόπος κουρέματος κατά τον οποίο άφηναν μία τούφα μαλλιών στην κορυφή τής κεφαλής, κόννος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός υποκορ. τ. που συνδέεται με το ρ. σκολύπτω* (πρβλ. και στόλοκρος, σκόλυμος)] …   Dictionary of Greek

  • στολοκρατές — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τῆς Ἰοῡς μέτωπον διὰ τὰ κέρατα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. στόλοκρος] …   Dictionary of Greek

  • στόλοκρον — τὸ, Α βλ. στόλοκρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”